Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "γραφικός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
γρᾰφικός, , -όν (γράφω), I. 1. ικανός στο σχεδιασμό ή στη ζωγραφική, σε Πλάτ.· ἡ γραφικὴ (ενν. τέχνη), η τέχνη της ζωγραφικής, στον ίδ. 2. λέγεται για πράγματα, όμοιος με ζωγραφιστό, όπως είναι στη ζωγραφική, σε Πλούτ. II. αυτός που είναι κατάλληλος ή προορίζεται για γράψιμο, σε Αριστ.· ὑπόθεσις γραφική, θέμα για περιγραφή, σε Πλούτ.· επίρρ. -κῶς, στον ίδ.