LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "γραμμή"
- γραμμή, ἡ (γράφω), I. το γραπτό αποτύπωμα πέννας, γραμμή, μολυβιά, σε Πλάτ. II. = βαλβίς, η γραμμή που τέμνει το δρόμο, σημειώνοντας το σημείο αναχωρήσεως (αφετηρίας) ή τερματισμού, σε Αριστοφ.· μεταφ., λέγεται για την ανθρώπινη ζωή, όπως στο ρητό του Ορατ. ultima linea rerum, σε Ευρ. III. η μεσαία γραμμή πάνω σε μια σανίδα παιχνιδιού (όπως στη δική μας σκακιέρα), αποκαλούμενη επίσης ἡ ἱερά· παροιμ., τὸν ἀπὸ γραμμῆς ἢ ἀφ' ἱερᾶς κινεῖν λίθον, μετακινώ τον πεσσό που βρίσκεται στην κύρια γραμμή, δηλ. κάνω την ύστατη απόπειρα, σε Θεόκρ. IV. ἡ μακρὰ (ενν. γραμμή), η μακριά γραμμή, δηλ. η γραμμή της καταδίκης, της καταδικαστικής απόφασης, που εξάγεται από το δικαστή, σε Αριστοφ.