Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "γράφω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
γράφω[ᾰ], μέλ. -ψω, αόρ. αʹ ἔγραψα· Επικ. γράψα, παρακ. γέγρᾰφα· Παθ. μέλ. γρᾰφήσομαι και γεγράψομαι, αόρ. βʹ ἐγράφην [ᾰ], μεταγεν., αόρ. αʹ ἐγράφθην, παρακ. γέγραμμαι.
Α. I.
Η αρχική σημασία, ξύνω, ξεφλουδίζω, αποξέω, γδέρνω· αἰχμὴ γράψεν ὀστέον, σε Ομήρ. Ιλ.· σήματα γράψας ἐν πίνακι, σκαλίζω, χαράζω σημάδια ως σύμβολα πάνω σε μια πλάκα, στο ίδ.· έπειτα, αναπαριστάνω με χαραγμένες γραμμές, ιχνογραφώ, σχεδιάζω, ζωγραφίζω, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· εἰκὼν γεγραμμένη, σε Αριστοφ.· επίσης στη Μέσ., ζῷα γράφεσθαι = ζωγραφεῖν, σε Ηρόδ. II. 1. εκφράζω κάτι με γραπτούς χαρακτήρες, γράφω· τι, στον ίδ.· γράφω τινά, καταγράφω το όνομα κάποιου, σε Ξεν.· γράφω ἐπιστολήν, διαθήκην, κ.λπ., στον ίδ.· γράφω τι εἰς διφθέρας, σε Ηρόδ. 2. εγχαράσσω, εγγράφω, όπως το ἐπιγράφω· γράφω εἰς στήλην, σε Ευρ., Δημ. 3. καταγράφω, γράφω τινὰ αἴτιον, θεωρώ κάποιον υπαίτιο, σε Ηρόδ. 4. καταχωρίζω, καταγράφω σε κατάλογο, δηλώνω· γράφω τινὰ τῶν ἱππευόντων, καταχωρίζω κάποιον μεταξύ των ιππέων, σε Ξεν.· Κρέοντος προστάτου γεγράψομαι, ως υποτελής του Κρέοντα, σε Σοφ. 5. γράφω νόμο που πρόκειται να προταθεί για ψήφιση· προτείνω, προβάλλω· γνώμην, νόμον, σε Ξεν.· ομοίως, απόλ., γράφειν (ενν. νόμον), σε Δημ.· γράφω πόλεμον, εἰρήνην κ.λπ., στον ίδ.· με απαρ., εξωθώ να...· ἔγραψα ἀποπλεῖν τοὺςπρέσβεις, στον ίδ.Β. 1. Μέσ., γράφω για τον εαυτό μου ή για δική μου, προσωπική χρήση, σημειώνω, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. 2. ως Αττ. δικανικός όρος, γράφεσθαί τινα, μηνύω, εγκαλώ, παραπέμπω κάποιον σε δίκη, τινός, για κάποιο δημόσιο αδίκημα (πλημμέλημα), σε Πλάτ. κ.λπ.· με αιτ. και απαρ., γράφομαί τινα ἀδικεῖν, στον ίδ.· απόλ., οἱ γραψάμενοι, οι κατήγοροι, στον ίδ.· επίσης, γράφεσθαί τι, καταγγέλλω κάποιον ως εγκληματία, σε Δημ.Παθ., παραπέμπομαι σε δίκη, εγκαλούμαι, στον ίδ. κ.λπ.· τὰ γεγραμμένα, οι όροι της παραπομπής, τα άρθρα της καταγγελίας, στον ίδ.· τὸ γεγραμμένον, η ποινή που αναφέρεται στην καταγγελία, στον ίδ.· αλλά το γέγραμμαι συνήθως εκλαμβάνει τη σημασία του Μέσ., παραπέμπω, μηνύω, καταγγέλλω, στον ίδ.