Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "γράμμα"

Βρέθηκαν 18 λήμματα [1 - 18]
γράμμα, -ατος, τό (γράφω), I. αυτό που χαράζεται, γράφεται· στον πληθ., οι γραμμές ενός σχεδίου ή μιας εικόνας, σε Ευρ., Θεόκρ.· στον ενικ., σχέδιο, εικόνα, σε Πλάτ. II. 1. αυτό που γράφεται, γράφημα, γράμμα, Λατ. litera, σε Ηρόδ. κ.λπ.· και στον πληθ., τα γράμματα ως στοιχεία του αλφαβήτου, σε Αισχύλ.· το αλφάβητο, σε Ηρόδ., Πλάτ.· γράμματα μαθεῖν, έχω μάθει να διαβάζω, στον ίδ.· ἐδίδασκες γράμματα, ἐγὼ δ' ἐφοίτων, εσύ είχες διδασκαλείο και δίδασκες, εγώ πήγαινα εκεί και διδασκόμουν, σε Δημ. 2. νότα στη μουσική, σε Ανθ. III. 1. στον πληθ. επίσης, μέρος, κομμάτι γραπτού λόγου και, όπως το Λατ. literae, γράμμα, επιστολή, σε Ηρόδ., Ευρ.· επιγραφή, εγχάρακτη αφιέρωση σε επιτύμβια στήλη, επιτάφιος, σε Ηρόδ. 2. βιβλία ή έγγραφα κάθε είδους, αρχεία, πρακτικά, λογαριασμοί, σε Αριστοφ., Ρήτ.· στον ενικ., λογαριασμός προς εξόφληση, υπολογισμός, σε Κ.Δ. 3. τα γραπτά πονήματα κάποιου, δηλ. βιβλίο, πραγματεία, διατριβή, σε Ξεν.· επίσης, γράμματα, μάθηση, παιδεία, σε Πλάτ.
γραμμᾰτεία, , το αξίωμα του γραμματέα (γραμματεύς), σε Πλούτ.
γραμμᾰτείδιον ή -ίδιον, τό, υποκορ. του γραμματεῖον, μικρές πλάκες, πίνακες, σε Δημ., Πλούτ.
γραμμᾰτεῖον, τό (γράμμα), 1. αυτό πάνω στο οποίο γράφει κάποιος, πλάκα, πινακίδα, σε Πλάτ. κ.λπ. 2. βιβλίο ληξιαρχικό, κατάλογος όπου καταγράφονταν οι Αθηναίοι πολίτες, σε Δημ.
γραμμᾰτεύς, -έως, (γράμμα), γραμματέας, όνομα πολλών αρχόντων στην Αθήνα, Λατ. scriba, σε Θουκ. κ.λπ.
γραμμᾰτεύω, μέλ. -σω, είμαι γραμματέας, σε Θουκ. κ.λπ.· με γεν., γραμματεύω τοῦσυνεδρίου, σε Επιγρ.
γραμμᾰτη-φόρος, (φέρω), αυτός που κουβαλά τα γράμματα, σε Πλούτ.
γραμμᾰτίδιον, βλ. γραμματείδιον.
γραμμᾰτικεύομαι, αποθ., είμαι γραμματικός, σε Ανθ.
γραμμᾰτικός, , -όν (γράμματα), αυτός που γνωρίζει γράμματα, αυτός που κατέχει καλά τις πρωταρχικές γνώσεις, ο γραμματικός, σε Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. -κῶς, σε Πλάτ.· ἡ γραμματική (με ή χωρίς το τέχνη), η γραμματική επιστήμη, στον ίδ.
γραμμάτιον, τό, υποκορ. του γράμμα, σε Λουκ.
γραμμᾰτιστής, -οῦ, I. = γραμματεύς, σε Ηρόδ., Πλάτ. II. αυτός που διδάσκει γράμματα, ο διευθυντής του σχολείου, γραμματοδιδάσκαλος, σε Ξεν., Πλάτ.
γραμμᾰ-τόκος, -ον (τίκτω), αυτός που «γεννά» τα γράμματα· επίθ. χρησιμ. για το μελάνι, σε Ανθ.
γραμμᾰτο-κύφων[ῡ], -ωνος, , παρατσούκλι του γραμματεύς, αυτός που σκύβει πάνω από έγγραφα, σε Δημ.
γραμμᾰτο-λικρῐφίς, -ίδος, , γραμματικός, κριτικός με περίπλοκη σκέψη και ερμηνεία, σε Ανθ.
γραμμᾰτοφορέω, μέλ. -ήσω, μεταφέρω ή παραδίδω γράμματα, σε Στράβ.
γραμμᾰτο-φόρος, -ον (φέρω), αυτός που μεταφέρει γράμματα, σε Πολύβ.
γραμμᾰτο-φῠλάκιον, τό (φυλακή), κουτί στο οποίο φυλάσσονται τα αρχεία, τα πρακτικά, τα έγγραφα, σε Πλούτ.