LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "γονυπετέω"
- γονῠπετέω, μέλ. -ήσω, πέφτω στα γόνατα, υποκλίνομαι ικετευτικά μπροστά σε κάποιον· τινί ή τινά, σε Κ.Δ.

