Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "γοερός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
γοερός, , -όν (γόος), I. λέγεται για πράγματα, πένθιμος, θλιβερός, αξιοθρήνητος, σε Αισχύλ., Ευρ. II. λέγεται για πρόσωπα, οδυρόμενος, σε Ευρ.