LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "γνύξ"
- γνὺξ (γόνυ), επίρρ., με λυγισμένα γόνατα, γονατιστά· γνὺξ ἐριπών, πέφτω στα γόνατα, σε Ομήρ. Ιλ.