Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "γνωρίζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
γνωρίζω (γι-γνώσκω), μέλ. Αττ. -ῐῶ, παρακ. ἐγνώρῐκα· I. 1. γνωστοποιώ, υποδεικνύω, επισημαίνω, διασαφηνίζω, σε Αισχύλ.Παθ., γίνομαι γνωστός, σε Πλάτ. 2. με αιτ. προσ., κάνω κάποιον γνωστό· τινά τινι, σε Πλούτ. II. 1. αποκομίζω, καρπώνομαι γνώση για κάτι, ανακαλύπτω ότι ένα πράγμα είναι..., με μτχ., σε Σοφ., Θουκ. 2. είμαι γνώστης κάποιου, εξοικειωμένος με κάποιον, αποκτώ γνωριμία με κάποιον, τινά, σε Πλάτ., Δημ.