LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "γνάθος"
- γνάθος[ᾰ], ἡ (συγγενές προς το γένυς), 1. η σιαγόνα, κυρίως η κάτω σιαγόνα, ἡ κάτω γνάθος, σε Ηρόδ.· ἔπαγε γνάθον, βάλε τα δόντια σου πάνω του!, σε Αριστοφ.· συχνότερα στον πληθ., σε Πλάτ. κ.λπ. 2. μεταφ., λέγεται για τη φωτιά, σε Αισχύλ. 3. μεταφ., επίσης, όπως το Λατ. fauces, λέγεται για ένα στενό πορθμό, στον ίδ., σε Ξεν. 4. η αιχμή ή η άκρη της σφήνας, σε Αισχύλ.

