Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "γλῶσσα"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
γλῶσσα, Αττ. γλῶττα, -ης, , I. 1. το αισθητήριο όργανο, η γλώσσα, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. η γλώσσα ως όργανο ομιλίας· γλώσσης χάριν, εξαιτίας της αγάπης για ομιλία, σε Ησίοδ., Αισχύλ.· ἀπὸ γλώσσης, από ελευθεροστομία, σε Ηρόδ., Θουκ.· οὐκ ἀπὸ γλώσσης, όχι από απλή ομιλία του στόματος, όχι από απλή διάδοση, σε Αισχύλ.· όμοια, οὐ κατὰ γλῶσσαν, σε Σοφ.· ἱέναι γλῶσσαν, αφήνω ελεύθερη τη γλώσσα μου, ομιλώ χωρίς περιορισμούς, στον ίδ.· πληθ., κερτομίοις γλώσσαις, δηλ. με ανίερες βρισιές, βλασφημίες, στον ίδ.· για το βοῦς ἐπὶ γλώσσῃ, βλ. βοῦς. II. διάλεκτος, ομιλούμενη γλώσσα, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ. III. οτιδήποτε έχει το σχήμα της γλώσσας· στη μουσική, η γλώσσα, το επιστόμιο του αυλού, σε Αισχίν. (άγν. προέλ.).
γλωσσαλγία, , ατέρμονη ομιλία, πολυλογία, φλυαρία, σε Ευρ.
γλώσσ-αλγος, -ον (ἄλγος), αυτός που ομιλεί τόσο μέχρι να πονέσει η γλώσσα του, πολυλόγος, ο φλύαρος.