Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "γλυκύς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
γλυκύς, -εῖα, , I. 1. γλυκός, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· μεταφ., ευχάριστος, ευφρόσυνος, σε Όμηρ. κ.λπ.· γλυκύ ἐστι, με απαρ., σε Αισχύλ. κ.λπ. 2. λέγεται για νερό, δροσερό, φρέσκο, υγιεινό, πόσιμο, γλυκό, αντίθ. προς το πικρός, σε Ηρόδ. 3. μετά τον Όμηρ., λέγεται για πρόσωπα, αγαπητός, προσφιλής, σε Σοφ.· ὦ γλυκύτατε, αγαπητέ μου φίλε, σε Αριστοφ.· μερικές φορές χρησιμ. με αρνητική σημασία: απλός, αγαθιάρης, μωρός, ανόητος· ὡς γλυκὺς εἶ! σε Πλάτ. II. συγκρ. και υπερθ. γλυκίων ( Αττ., Επικ.), γλύκιστος· επίσης, γλυκύτερος, -τατος, σε Πίνδ., Αττ.