LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "γλυκύθυμος"
- γλῠκύ-θῡμος, -ον, I. αυτός που έχει γλυκιά ψυχή, γλυκιά διάθεση, σε Ομήρ. Ιλ. II. Ενεργ., αυτός που τέρπει το πνεύμα, την ψυχή, ο ευφρόσυνος, ο σαγηνευτικός, σε Αριστοφ.

