Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "γλαῦξ"

Βρέθηκε 1 λήμμα
γλαύξ, Αττ. γλαῦξ, γεν. γλαυκός, , κουκουβάγια· αποκαλείται έτσι εξαιτίας των άγρια αστραφτερών, εκθαμβωτικών οφθαλμών της (βλ. γλαυκός και πρβλ. σκώψπαροιμ., γλαῦκ' Ἀθήναζε, γλαῦκ' εἰς Ἀθήνας = κάνω κάτι περιττό, μάταιο και ωστόσο καμαρώνω γι' αυτό, όπως όταν κάποιος φέρνει κουκουβάγιες στην Αθήνα, γιατί έτσι κι αλλιώς στην Αθήνα υπάρχουν πολλές (στα νομίσματα), σε Αριστοφ.· τα αθηναϊκά ασημένια νομίσματα λέγονταν γλαῦκες Λαυρεωτικαί, επειδή ως εικόνα τους είχαν μια κουκουβάγια, στον ίδ.