LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "γλαφυρός"
- γλᾰφῠρός, -ά, -όν (γλάφω), I. κοίλος, βαθουλός, λέγεται για τα πλοία, σε Όμηρ.· χρησιμοποιείται και για τις σπηλιές, στον ίδ.· επίσης για τη λύρα, σε Ομήρ. Οδ.· γλαφυρὸς λιμήν, βαθύ λιμάνι ή όρμος, στο ίδ. II. λείος, στιλπνός, τέλειος· λέγεται για πρόσωπα, λεπτός, ακριβής, απαιτητικός, σε Αριστοφ.· επίρρ. -ρῶς και ουδ. ως επίρρ., σε Λουκ.