Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "γλαυκός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
γλαυκός, , -όν, I. σε Όμηρ. πιθ. χωρίς την έννοια χρώματος, αυτός που λαμπυρίζει, που αστράφτει, ο ασημένιος, λέγεται για τη θάλασσα, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ. II. αργότερα κυρίως με την έννοια χρώματος, γαλαζοπράσινος, γαλαζόγκριζος (κυανόφαιος), Λατ. glaucus, χρησιμοποιείται για την ελιά, σε Σοφ., Ευρ.· ιδίως λέγεται για τα μάτια, τα ανοιχτά γαλάζια ή γκρίζα, Λατ. caesius, σε Ηρόδ., Ευρ.