Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "γλίσχρος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
γλίσχρος, , -ον (γλίχομαι), I. κολλώδης, γλοιώδης, σε Πλάτ.· II. μεταφ., 1. αυτός που προσκολλάται στενά και επίμονα σε κάποιον, ο ενοχλητικός, σε Αριστοφ.· γλίσχρως ἐπιθυμεῖν, σε Πλάτ. 2. φειδωλός, «σφιχτός», ολιγόλογος, σε Αριστ.· επίρρ., γλίσχρως, σε Πλάτ., Ξεν.· απ' όπου, με δυσκολία, δυσχερώς· γλίσχρως καὶ μόλις, σε Δημ. 3. λέγεται για πράγματα, μηδαμινός, ανάξιος λόγου, ευτελής, μικρός, στον ίδ., σε Πλούτ.