Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "γιγνώσκω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
γι-γνώσκω, Ιων. και στα μεταγεν. ελλ. γινώσκω, μέλ. γνώσομαι, παρακ. ἔγνωκα, αόρ. βʹ ἔγνων (όπως από ρήμα σε -μι), Επικ. γνῶν, υποτ. γνῶ, Επικ. γνώω, γνώομεν, γνώωσι, απαρ. γνῶναι, Επικ. γνώμεναι· Παθ., μέλ. γνωσθήσομαι, αόρ. αʹ ἐγνώσθην, παρακ. ἔγνωσμαι· I. μαθαίνω να γνωρίζω, αντιλαμβάνομαι, κατανοώ, μαθαίνω, σημειώνω, και στους παρελθοντικούς χρόνους γνωρίζω· με αιτ., σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης, διαχωρίζω, διαφοροποιώ, διακρίνω, ὡς εὖ γιγνώσκῃς ἠμὲν θεὸν ἠδὲ καὶ ἄνδρα, να διαχωρίζεις τους θεούς από τους ανθρώπους, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., γνώτην ἀλλήλων, γνώριζε ο ένας την ύπαρξη του άλλου, σε Ομήρ. Οδ.· γνῶ χωομένοιο, γνώριζε ότι ήταν θυμωμένος, σε Ομήρ. Ιλ.· με μτχ., ἔγνων μιν οἰωνὸν ἐόντα, αντιλήφθηκα ότι ήταν πτηνό ως ένδειξη οιωνού, σε Ομήρ. Οδ.· ἔγνων ἡττημένος, ένιωσα πως είχα ηττηθεί, σε Αριστοφ.· επίσης με απαρ., ἵνα γνῷ τρέφειν, για να μπορέσει να μάθει πώς να ανατρέφει, σε Σοφ. II. παρατηρώ, σχηματίζω γνώμη, κρίση για μια κατάσταση, κρίνω ή σκέπτομαι μ' αυτόν τον τρόπο, σε Ηρόδ., Αττ.· στους διαλόγους: ἔγνων, καταλαβαίνω, σε Σοφ.Παθ., εκφέρομαι, διακηρύσσομαι, γίνομαι γνωστός, λέγεται για πρόταση, απόφαση ή κρίση, σε Θουκ. κ.λπ.· επίσης, κρίνω, αποφασίζω, ορίζω, εκδίδω διάταγμα, με αιτ. και απαρ., σε Ηρόδ. κ.λπ. (το γι-γνώσκω είναι αναδιπλασιασμός από √ΓΝΩ, πρβλ. γνῶναι, γνωτός κ.λπ.· όμοια με το Λατ. gnosco).