Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "γηροκόμος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
γηρο-κόμος, -ον (κομέω), αυτός που φροντίζει κάποιον ηλικιωμένο, σε Ησίοδ.