Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "γηθόσυνος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
γηθόσυνος, , -ον και -ος, -ον (γηθέω), χαρμόσυνος, ευτυχής, πρόσχαρος, χαρούμενος με κάτι· με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., στο ίδ.