Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "γηθέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
γηθέω, Δωρ. γᾱθέω, μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἐγήθησα· Επικ. γήθησα, παρακ. γέγηθα· Δωρ. γέγᾱθα (με σημασία ενεστ.), υπερσ. ἐγεγήθειν, Επικ. γεγήθειν (γαίω)· χαίρω, αγάλλομαι, σε Όμηρ.· με αιτ. πράγμ., τίςἂν τάδε γηθήσειεν; σε Ομήρ. Ιλ.· με μτχ. γηθήσει προφανείσα (αιτ. δυϊκ.), θα χαρεί με την εμφάνισή μας, στο ίδ.· γέγηθας ζῶν, χαίρεσαι με το να ζεις, με τη ζωή, σε Σοφ.· γεγηθέναι ἐπί τινι, στον ίδ.· μτχ. γεγηθώς, όπως το χαίρων, Λατ. impune, στον ίδ.