Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "γεώδης"

Βρέθηκε 1 λήμμα
γε-ώδης, -ες (γῆ, εἶδος), αυτός που μοιάζει στη γη, γήινος, χωματώδης, σε Πλάτ.· αυτός που έχει βάθος γης, πολύ χώμα, σε Ξεν.