Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "γεωργικός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
γεωργικός, , -όν, I. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γεωργία, αγροτικός, σε Αριστοφ.· ὁ γεωργικὸς λεώς, λαός της υπαίθρου, στον ίδ.· ἡ γεωργική (ενν. τέχνη), καλλιέργεια της γης, αγροτικές εργασίες, σε Πλάτ. II. επιδέξιος στις αγροτικές εργασίες, έμπειρος στη γεωργία· και ως ουσ., καλός αγρότης, στον ίδ.