Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "γεωπόνος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
γεω-πόνος, , γεωργός, καλλιεργητής της γης, σε Ανθ.· σε Βάβρ. γεη-πόνος· Δωρ. τύπος γᾱπόνος, σε Ευρ.