LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "γεραρός"
- γερᾰρός, -ά, -όν (γεραίρω), I. 1. αυτός που έχει σεβάσμιο παρουσιαστικό, μεγαλοπρεπής, ηγεμονικός, σε Ομήρ. Ιλ. 2. = γεραιός, σε Αισχύλ. II. γεραροί, οἱ, οι ιερείς, στον ίδ.· γεραραί, οι ιέρειες (του Διονύσου), σε Δημ.