Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "γενειάς"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
γενειάς, -άδος, (γένειον), 1. γενειάδα, μούσι, σε Ομήρ. Οδ., Τραγ. 2. στον πληθ., οι παρειές του προσώπου, τα μάγουλα, σε Ευρ.
γενειάσκω = γενειάζω, αρχίζω να αποκτώ γενειάδα, σε Πλάτ.