Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "γενεά"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
γενεά, -ᾶς, Ιων. γενεή, -ῆς, , Επικ. δοτ. γενεῆφι (γίγνομαι), I. λέγεται για τα πρόσωπα μέσα σε μια οικογένεια· 1. φυλή, φατρία, οικογένεια, σε Όμηρ. κ.λπ.· Πριάμου γενεή, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐκ γενεῆς, σύμφωνα με την καταγωγή του, στο ίδ.· γενεῇ, με δικαίωμα από την καταγωγή, σε Ομήρ. Οδ.· γενεὴν Αἰτωλός, ως προς την καταγωγή είναι Αιτωλός, σε Ομήρ. Ιλ.· χρησιμοποιείται για τα άλογα, ράτσα, γένος, στο ίδ.· γενικά, γενεήν, σύμφωνα με το είδος, σε Ηρόδ.· επίσης, φυλή, έθνος· Περσῶν γενεά, σε Αισχύλ. 2. νέα γενιά, έθνος, οἵηπερ φύλλων γενεὴ τοιήδε καὶ ἀνδρῶν, σε Ομήρ. Ιλ.· δύο γενεαὶ ἀνθρώπων, στο ίδ. 3. απόγονος, τέκνο, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.· λέγεται και για μεμονωμένα πρόσωπα (και για ένα μόνο πρόσωπο), σε Σοφ. II. χρησιμοποιείται για το χώρο και το χρόνο σε συσχέτιση με τη γέννηση· 1. τόπος γέννησης· γενεὴ ἐπὶ λίμνῃ Γυγαίῃ, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τη φωλιά ενός αετού, σε Ομήρ. Οδ. 2. ηλικία, η διάρκεια της ζωής, ιδίως σε φράσεις όπως: γενεῇ νεώτατος, πρεσβύτατος, πιο νέος, πιο ηλικιωμένος στην ηλικία ή βάσει γεννήσεως, σε Όμηρ. 3. χρόνος της γέννησης· ἐκ γενεῆς, σε Ηρόδ.· ἀπὸ γενεῆς, σε Ξεν.
γενεᾱλογέω, μέλ. -ήσω, ανιχνεύω μέσω του γενεαλογικού δέντρου· γενεαλογέω γένεσιν, σε Ηρόδ.· γενεαλογέω τινα, φτιάχνω το γενεαλογικό δέντρο κάποιου, στον ίδ.Παθ., ταῦτα μέν νυν γεγενεηλόγηται, στον ίδ.· γενεαλογούμενος ἔκ τινος, σε Κ.Δ.
γενεᾱλογία, , εξεύρεση του γενεαλογικού δέντρου, σε Πλάτ.
γενεᾱ-λόγος, (λέγω), αυτός που βρίσκει τη γενεαλογία.