LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "γενέσιος"
- γενέσιος, -ον = γενέθλιος· αλλά, γενέσια, τά, ημέρα αφιερωμένη στη μνήμη των νεκρών, σε Ηρόδ.· πρέπει να διαχωρίζεται από το γενέθλια, δηλ. γιορτή προς τιμήν της ημέρας γέννησης, παρ' όλο που χρησιμ. αντί εκείνου στην Κ.Δ.