Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "γενέθλιος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
γενέθλιος, -ον, I. αυτός που σχετίζεται ή ανήκει στη γέννηση κάποιου, Λατ. natalis· γενέθλιος δόσις, δώρο γενεθλίων, σε Αισχύλ.· ἡ γενέθλιος (με ή χωρίς το ἡμέρα), η ημέρα γέννησης κάποιου, σε Συλλ. Επιγρ.· ομοίως, τὰ γενέθλια, γιορτή προς τιμήν της ημέρας γεννήσεως, οι προσφορές για την ημέρα της γέννησης, σε Ευρ. II. αυτός που ανήκει στη γενιά ή στην οικογένεια κάποιου, λέγεται ιδίως για τους προστάτες θεούς (Λατ. dii gentiles)· Ζεὺς γενέθλιος, σε Πίνδ.· γενέθλιοι θεοί, σε Αισχύλ.· γενέθλιον αἷμα, το συγγενικό αίμα, σε Ευρ.· γενέθλιοι ἀραί, οι κατάρες του γονιού, σε Αισχύλ. III. αυτός που δίνει ζωή· γενέθλιος πόρος, το ρεύμα όπου γεννήθηκες, στον ίδ.· βλασταὶ γενέθλιοι, σε Σοφ.