LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "γεμίζω"
- γεμίζω (γέμω), μέλ. Αττ. -ιῶ, I. γεμίζω με..., φορτώνω ή εξοπλίζω με..., λέγεται κυρίως για το φορτίο ενός πλοίου· με γεν., σε Θουκ. κ.λπ.· σποδοῦ γεμίζω λέβητας, γεμίζω τις τεφροδόχους με στάχτες, σε Αισχύλ. — Παθ., είμαι φορτωμένος ή γεμάτος με..., σε Δημ. II. μεταγεν. στην Παθ., με αιτ., οἶνον γεμισθείς, σε Ανθ.