Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "γείτων"

Βρέθηκε 1 λήμμα
γείτων, -ονος, , (γῆ), αυτός που ανήκει στην ίδια γη, γείτονας, Λατ. vicīnus (από το vicus), σε Ομήρ. Οδ.· γείτων τινός ή τινί = ο γείτονας κάποιου, σε Ευρ., Ξεν.· ἐκ τῶν γειτόνων ή ἐκ γειτόνων, από ή μέσα στη γειτονιά, σε Αριστοφ., Πλάτ.· ως επίθ., γειτονικός, σε Αισχύλ., Σοφ.