Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "γαῖα"

Βρέθηκε 1 λήμμα
γαῖα, γεν. γαίης, Αττ. γαίας, δοτ. γαίᾳ, αιτ. γαῖαν· ποιητ. αντί γῆ, I. 1. χώρα, τόπος, σε Όμηρ., Τραγ.· φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν, σε κάποιου τα προσφιλή πάτρια εδάφη, στην αγαπητή πατρίδα του, σε Όμηρ. 2. χώμα, έδαφος, σε Ομήρ. Ιλ. II.Γαῖα, ως κύριο όνομα, Gaia, Tellus, Γη, σύζυγος του Ουρανού, μητέρα των Τιτάνων, σε Ησίοδ.