Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "γαυριάω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
γαυριάω, κυρίως στον Ενεργ. και Μέσ. ενεστ.· υπερηφανεύομαι, καμαρώνω, επαίρομαι· λέγεται για άλογα, σε Πλούτ.· και στη Μέσ., σε Ξεν.· μεταφ., υπερηφανεύομαι για κάτι, με δοτ., σε Δημ.· ἐπὶ σφίσι γαυριόωντες, σε Θεόκρ.