Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "γαστήρ"

Βρέθηκε 1 λήμμα
γαστήρ, , γεν. -έρος, συνηρ. γαστρός, δοτ. πληθ. γαστράσι· I. 1. κοιλιά, στομάχι, Λατ. venter, σε Όμηρ. κ.λπ.· από όπου, γαστὴρ ἀσπίδος, το κοίλωμα της ασπίδας, σε Τυρτ.· συχνά χρησιμ. για να εκφράσει απληστία, πλεονεξία ή αδηφαγία, λαιμαργία, γαστέρες οἶον, τίποτε άλλο από στομάχια, σε Ησίοδ.· γαστρὸς ἐγκρατής, κυρίαρχος της κοιλιάς του, γαστρὸς ἥττων, υπόδουλος σε αυτήν, σε Ξεν. 2. το στομάχι των ζώων που είναι παραγεμισμένο με ψιλοκομμένο κρέας, όπως γίνεται με τα αλλαντικά και ιδίως το λουκάνικο, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ. II. μήτρα, Λατ. uterus· γαστέρι φέρειν, είμαι έγκυος, κυοφορώ, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, ἐκ γαστρός, από τη μήτρα, από τα γεννοφάσκια, σε Θέογν.· ἐνγαστρὶ ἔχειν, σε Ηρόδ. (αμφίβ. προέλ.).