Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "γίγνομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
γί-γνομαι, Ιων. και στα μεταγεν. ελλ. γί-νομαι[ῑ], μέλ. γενήσομαι, αόρ. βʹ ἐγενόμην, Ιων. βʹ ενικ. γένευ, γʹ ενικ. γενέσκετο, συγκεκ. ἔγεντο, παρακ. γέγονα, υπερσ. ἐγεγόνειν, Ιων. ἐγεγόνεα· για τους Επικ. τύπους γέγαα, γεγάᾱσι κ.λπ., βλ. γέγᾰα· εκτός αυτών, έχουμε κάποιους Παθ. τύπους, αόρ. αʹ ἐγενήθην, παρακ. γεγένημαι, γʹ ενικ. υπερσ. ἐγεγένητο ή γεγένητο (το γί-γνομαι είναι ο συγκεκ. τύπος από το γι-γένομαι, √ΓΕΝ· πρβλ. αόρ. βʹ γενέσθαι, γένος κ.λπ.· όμοια στα Λατ. gi-gno αντί gi-geno).
Η ριζική σημασία είναι, I. έρχομαι σε κατάσταση ύπαρξης, έρχομαι στη ζωή, Λατ. gigni· 1. λέγεται για πρόσωπα, γεννιέμαι· νέον γεγαώς, νεογέννητος, σε Ομήρ. Οδ.· γεγονέναι ἔκ τινος, σε Ηρόδ.· σπανιότερα ἀπό τινος, στον ίδ.· τινός, σε Ευρ.· με αριθμητικά, ἔτεα τρία καὶ δέκα γεγονώς, Λατ. natus annos tredecim, σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. λέγεται για πράγματα, παράγομαι, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.· για ποσά, αθροίσματα, ὁ γεγονὼς ἀριθμός, το όλο αποτέλεσμα ή ποσό, σε Πλάτ. 3. λέγεται για περιστατικά, λαμβάνω χώρα, πραγματοποιούμαι, συμβαίνω, τελούμαι, και στους παρελθοντικούς χρόνους, έχω τελεσθεί, έχω συμβεί, σε Όμηρ. κ.λπ.· ὃ μὴ γένοιτο, Λατ. quod dii prohibeant, σε Δημ.· με δοτ. και μτχ., γίγνεταί τί μοι βουλομένῳ, ἀσμένῳ, είμαι χαρούμενος με την ύπαρξή του, σε Θουκ. κ.λπ.· λέγεται για θυσίες, οιωνούς κ.λπ., είμαι ευνοϊκός, αίσιος, ευμενής, στον ίδ., σε Ξεν.· στη μτχ. ουδ., τὸ γενόμενον, το συμβάν, το περιστατικό, σε Θουκ.· τὰ γενόμενα, αυτά που έχουν συμβεί, τα γεγονότα, σε Ξεν.· τὰ γεγενημένα, τα προηγούμενα περιστατικά, το παρελθόν, στον ίδ.· τὸ γενησόμενον, το μέλλον, σε Θουκ.· χρησιμοποιείται για τον χρόνο, ὡς τρίτη ἡμέρη ἐγένετο, όταν έφτασε η τρίτη μέρα, σε Ηρόδ. II. 1. ακολουθ. από κατηγορ., εισέρχομαι σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, μετατρέπομαι, καταντώ, γίνομαι, Λατ. fieri, και (στους παρελθοντικούς χρόνους) είμαι τέτοιος ή τέτοιου είδους, σε Όμηρ. κ.λπ.· πάντα γιγνόμενος, αυτός που στρέφεται προς κάθε κατεύθυνση, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, παντοῖος γιγνόμενος, σε Ηρόδ.· τί γένωμαι; τι να γίνω; δηλ. ποια θα είναι η τύχη μου; σε Αισχύλ.· οὐκ ἔχοντες ὅ,τι γένωνται, σε Θουκ. 2. με επίρρ., κακῶς ἐγένετό μοι, (κάτι) μου πήγε στραβά, σε Ηρόδ.· εὖ, καλῶς γίγνεται, εξελίσσεται καλά, έχει καλώς κ.λπ., σε Ξεν. 3. ακολουθ. από τις πλάγιες πτώσεις ουσ., α) με γεν., γίγνομαι τῶν δικαστέων, γίνομαι μέλος του δικαστηρίου, ένας από τους δικαστές, σε Ηρόδ. κ.λπ.· αποδίδομαι σε κάποιον, ανήκω σε κάποιον, ἡ νίκη γίγνεταί τινος, σε Ξεν.· είμαι ή γίνομαι κύριος κάποιου, ἑαυτοῦ γίγνομαι, σε Σοφ. κ.λπ.· γίγνομαι ἐντὸς ἑωϋτοῦ, σε Ηρόδ.· λέγεται για πράγματα, στοιχίζω, δηλ. κοστίζω, αξίζω, πωλούμαι τόσο, με γεν. της αξίας, αἱ τριχίδες εἰ γενοίαθ' ἑκατὸν τοὐβολοῦ, σε Αριστοφ. β) με πρόθ., γίγνομαι ἀπὸ ή ἐκ δείπνου, έχω τελειώσει το δείπνο μου, σε Ηρόδ.· γίγνομαι εἰς τόπον, βρίσκομαι σε... ή πλησίον..., στον ίδ.· γίγνομαι ἐξὀφθαλμῶν τινι, εξαφανίζομαι, απομακρύνομαι από την όραση, το οπτικό πεδίο κάποιου, στον ίδ.· γίγνομαι ἐν τόπῳ, βρίσκομαι σε ένα μέρος, στον ίδ.· ομοίως, γίγνομαι ἐνποιήσει, ασχολούμαι με την ποίηση, στον ίδ. κ.λπ.· δι'ἔχθρας, δι' ἔριδος γίγνομαί τινι, γίνομαι εχθρός με κάποιον, σε Αριστοφ. κ.λπ.· γίγνομαι ἐπί τινι, υποτάσσομαι στην εξουσία κάποιου ή στις δυνάμεις του, σε Ξεν.· γίγνομαι μετάτινος, συμπαραστέκομαι, είμαι στο πλευρό κάποιου, πάω με το μέρος του, στον ίδ.· γίγνομαι παρά τινα, έρχομαι ή πάω σε κάποιον, σε Ηρόδ.· γίγνομαι πρὸς τόπῳ, βρίσκομαι σε ή κοντά σε..., σε Πλάτ.· γίγνομαι πρόςτινι, ασχολούμαι με..., σε Δημ.· γίγνομαι πρός τι, σε Πλάτ.· γίγνομαι πρὸ ὁδοῦ, κατευθύνομαι, πηγαίνω μπροστά, σε Ομήρ. Ιλ.