LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "γίγγλυμος"
- γίγγλῠμος ή γιγγλυμός, ὁ, 1. αρμός, άρθρωση, κλείδωση· 2. σύνδεσμος, άρθρωση στο θώρακα, σε Ξεν.