Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "γέφυρα"

Βρέθηκε 1 λήμμα
γέφῡρα, , I. ανάχωμα, φράγμα ή σωρός χώματος για την ανάσχεση ποταμού, στον πληθ. σε Ομήρ. Ιλ.· η έκφραση πολέμοιο γέφυραι, φαίνεται να σημαίνει, το έδαφος μεταξύ των δύο γραμμών της μάχης = μεταίχμιον, στο ίδ. II. γέφυρα για τη διάβαση ποταμού, σε Ηρόδ., Αττ.· ο Όμηρ. επίσης φαίνεται να αναγνωρίζει αυτή τη σημασία στο ρήμα γεφυρόω (άγν. προέλ.).