Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "γέρας"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
γέρᾰς, -αος, -ως, τό, ονομ. πληθ. γέρᾰ, κατ' αποκοπή αντί γέραα· Αττ. γέρᾱ, Ιων. γέρεα· δώρο τιμής που ελάμβαναν οι αρχηγοί πριν από τη διανομή της λείας, σε Όμηρ.· τὸ γὰρ γέρας ἐστὶ θανόντων, αυτό είναι η τελευταία τιμή προς τους νεκρούς, σε Ομήρ. Ιλ.· κάθε είδους προνόμιο ή δικαίωμα που απονέμεται στους βασιλείς και στους ευγενείς ως πράξη τιμής, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.
γεράσμιος, -ον, I. αυτός που αποδίδει τιμές, σε Ομηρ. Ύμν. II. = γεραρός, τιμώμενος, τιμημένος, σε Ευρ.