Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "γένυς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
γένῠς, -υος, , δοτ. γένυι πληθ., γεν. γενύων, συνηρ. γενῦν, δοτ. γένυσι, Επικ. γένυσσι, αιτ. γένυας, συνηρ. γένῡς. I. η κάτω σιαγόνα, η κάτω γνάθος, σε Ομήρ. Οδ.· στον πληθ., τα σαγόνια, το στόμα, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.· ομοίως στον ενικ., σε Θέογν., Ευρ.· γενικά, οι πλευρές του προσώπου, το μάγουλο, στον ίδ. II. η ακμή, η αιχμή του τσεκουριού, κοφτερός πέλεκυς, σε Σοφ. (πρβλ. γένειον, γνάθος, Λατ. gena).