Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "γένος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
γένος, -εος, τὸ (γί-γνομαι), I. φυλή, γενιά, καταγωγή, οικογένεια, σε Όμηρ. κ.λπ.· ως απόλ. σε αιτ., ἐξἸθάκης γένος εἰμί, είμαι ως προς την καταγωγή από την Ιθάκη, σε Ομήρ. Οδ.· στην Αττ. μαζί με το άρθρο, ποδαπὸς τὸ γένος εἶ; σε Αριστοφ.· ομοίως στη δοτ., γένει πολίτης, σε Δημ.· οἱ ἐν γένει = συγγενεῖς, σε Σοφ.· αντίθ. προς το «οἱ ἔξω γένους», στον ίδ.· γένους εἶναί τινος, κατάγομαι από τη γενιά του, στον ίδ. II. 1. απόγονος, τέκνο· λέγεται ακόμα και για μεμονωμένο απόγονο, παιδί, Λατ. genus, σὸν γένος, σε Ομήρ. Ιλ.· θεῖον γένος, στο ίδ.· όμοια και σε Τραγ. 2. περιληπτικά, τα τέκνα, οι μεταγενέστεροι, σε Θουκ., Δημ. III. 1. γένος, με την έννοια του αθροίσματος πολλών ομοίων· γένος ἀνδρῶν, το ανθρώπινο γένος, σε Ομήρ. Ιλ.· ἡμιόνων, βοῶν γένος, σε Όμηρ. κ.λπ.· φυλή, σόι ή οίκος, Λατ. gens, σε Ηρόδ.· στην Αθήνα ως υποδιαίρεση της φρατρίας (φρατρία), σε Πλάτ.· επίσης η φυλή, ως υποδιαίρεση του ἔθνους, σε Ηρόδ.· κοινωνική τάξη, στον ίδ., σε Πλάτ.· λέγεται για ζώα, ράτσα, σε Ηρόδ. 2. ως προς το χρόνο, γενιά, εποχή, γενεά, σε Ομήρ. Οδ.· γένος χρύσειον, σε Ησίοδ.· απ' όπου, ηλικία, χρονική περίοδος της ζωής· γένει ὕστερος, σε Ομήρ. Ιλ. IV. φύλο, σε Πλάτ.· γένος, στη Γραμματική, σε Αριστ. V. 1. τάξη, είδος, συνομοταξία, σε Ξεν. 2. στη Λογική (κλάδος της Φιλοσοφίας), γένος, ομάδα, τάξη ή κατηγορία φυτών ή ζώων, αντίθ. προς το εἶδος (είδος ποικιλίας), σε Πλάτ.