
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "γέννα"
- γέννᾰ και γέννᾱ, -ας, ἡ, I. καταγωγή, γέννηση, σε Αισχύλ. II. 1. απόγονος, τέκνο, στον ίδ.· γένεση, γενιά, στον ίδ. 2. φυλή, έθνος, οικογένεια, στον ίδ., σε Ευρ.
- γεννάδας[ᾰ], -ου, ὁ, ευγενής, αριστοκράτης, Λατ. generosus, σε Αριστοφ., Πλάτ.
- γενναιο-πρεπής, -ές (πρέπω), αυτός που αρμόζει σε ευγενή· επίρρ., -πῶς, σε Αριστοφ.
- γενναῖος, -α, -ον και -ος, -ον (γέννα), αυτός που αρμόζει στη γενιά ή στην καταγωγή κάποιου· οὔ μοι γενναῖον, αυτό δεν ταιριάζει στην αρχοντική καταγωγή μου, σε Ομήρ. Ιλ. I. 1. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που έχει υψηλή καταγωγή, ευγενής εκ γενετής, Λατ. generosus, σε Ηρόδ., Τραγ.· ομοίως, χρησιμοποιείται για τα ζώα, καλοθρεμμένος, σε Πλάτ., Ξεν. 2. αυτός που έχει ανώτερη νόηση, μεγαλόφρων, σε Ηρόδ., Αττ.· τὸ γενναῖον = ἡ γενναιότης, σε Σοφ.· επίσης, λέγεται για ενέργεια, αριστοκρατική, ευγενική, σε Ηρόδ., Τραγ. II. χρησιμοποιείται για πράγματα, εξαίρετα στο είδος τους, άριστα, αξιόλογα, σε Ξεν.· επίσης, αυθεντικά, ανόθευτα, έντονα, δύη, σε Σοφ. III. επίρρ., -ως, αριστοκρατικά, σε Ηρόδ. κ.λπ.· συγκρ. -οτέρως, σε Πλάτ.· υπερθ. -ότατα, σε Ευρ.
- γενναιότης, -ητος, ἡ (γενναῖος), η ευγένεια του χαρακτήρα, η αριστοκρατική συμπεριφορά, σε Ευρ., Θουκ.· λέγεται για το έδαφος, η γονιμότητα, η ευφορία του εδάφους, σε Ξεν.
- γεννάω (γέννα), μέλ. -ήσω, 1. Ενεργ. του γίγνομαι (πρβλ. γείνομαι II), λέγεται για τον πατέρα, γεννώ, δημιουργώ, σε Αισχύλ., Σοφ.· σπάνια χρησιμ. για τη μητέρα, τίκτω, γεννώ, σε Αισχύλ.· οἱ γεννήσαντες, οι γονείς, σε Ξεν.· τὸ γεννώμενον, το τέκνο, σε Ηρόδ.· όπως το φύω I. 2., όπως: κἂν σῶμα γεννήσῃ μέγα, ακόμα κι αν μεγαλώσει, αποκτήσει μεγάλο σώμα, δηλ. ακόμα κι αν έχει γιγάντεια κορμοστασιά, σε Σοφ. 2. μεταφ., παράγω, δίνω αρχή σε κάτι,σε Πλάτ.