Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "γένεσις"

Βρέθηκε 1 λήμμα
γένεσις, -εως, (γίγνομαι), I. αρχή, καταγωγή, προέλευση, παραγωγική αιτία, σε Ομήρ. Ιλ.· ξεκίνημα· στον δυϊκ., τοῖν γενεσίοιν, σε Πλάτ. II. τρόπος γέννησης, σε Ηρόδ.· καταγωγή, γενιά, στον ίδ.· γένεσιν, από καταγωγή, σε Σοφ. III. παραγωγή, δημιουργία, αντίθ. προς το φθορά, σε Πλάτ. κ.λπ. IV.δημιούργημα, δημιουργημένα πράγματα, στον ίδ. V. γενιά, φυλή, οικογένεια, στον ίδ. VI.γενιά, ηλικία, εποχή, στον ίδ.