Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "γένειον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
γένειον, τὸ (γένυς), 1. το μέρος του προσώπου που καλύπτεται από τη γενειάδα, το πηγούνι, σε Όμηρ., Τραγ.· παροιμ., λέγεται για ισχνό, αδύνατο ζώο· οὐδὲν ἄλλο πλὴν γένειον καὶ κέρατα, τίποτε άλλο από πηγούνι και κέρατα, σε Αριστοφ. 2. = γενειάς, μούσι, γενειάδα, σε Ηρόδ. 3. το μάγουλο, σε Ανθ.