Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "γέλοιος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
γέλοιος ή γελοῖος, Επικ. γελοίϊος, , -ον (γελάω), I. αυτός που προκαλεί γέλιο, άξιος γέλιου, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· γελοῖα, πειράγματα, αστεία, χωρατά, σε Θέογν. II. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που προξενεί γέλιο, γελωτοποιός, σε Πλάτ. κ.λπ.