LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "γάνος"
- γάνος[ᾰ], -εος, τό, στιλπνότητα, λαμπρότητα, φωτεινότητα· χαρά, ευθυμία, φαιδρότητα, υπερηφάνεια, υψηλοφροσύνη, σε Αισχύλ.· λέγεται για το νερό, διόσδοτον γάνος, καθώς και για την αναζωογονητική βροχή, στον ίδ.· γάνος ἀμπέλου, λέγεται για το κρασί, στον ίδ.