LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "γάμος"
- γάμος[ᾰ] , ὁ, I. τελετή του γάμου, γαμήλιο γλέντι, σε Όμηρ. κ.λπ. II. η κατάσταση του γάμου, ο έγγαμος βίος, στον ίδ. κ.λπ.· τὸν Οἰνέως γάμον, ένωση μαζί του, σε Σοφ.· κυρίως στον πληθ., όπως τα Λατ. nuptiae, nuptials, σε Αισχύλ. κ.λπ.
- γᾰμο-στόλος, -ον (στέλλω), αυτός που προετοιμάζει τον γάμο· Λατ. pronuba, επίθ. της Ήρας και της Αφροδίτης, σε Ανθ.