LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "γάλα"
- γάλα[˘˘], τό, γεν. γάλακτος, σπάνια γάλατος· γάλα, σε Όμηρ. κ.λπ.· ὀρνίθων γάλα, παροιμ. ρήση για τα σπάνια και πολυτελή πράγματα, το σημερινό κοινώς λεγόμενο «του πουλιού το γάλα», σε Αριστοφ. [πιθ. √ΓΛΑΚ ή ΓΛΑΛ, πρβλ. γεν. γάλακ-τος, γλάγος, και (με το γ να έχει εκπέσει) Λατ.lac, lactis].
- γᾰλᾰ-θηνός, -ή, -όν (γάλα, θάω), αυτός που θηλάζει, νεαρός, τρυφερός, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.· γαλαθηνά (ενν. πρόβατα), σε Ηρόδ.
- γᾰλάκτινος, -η, -ον (γάλα), γαλακτώδης, λευκός όπως το γάλα, σε Ανθ.
- γᾰλακτο-πᾰγής, -ές (πήγνυμι), αυτός που μοιάζει με το πηγμένο γάλα, λευκός, σε Ανθ.
- γᾰλακτο-πότης, -ου, ὁ (πίνω), αυτός που πίνει γάλα, σε Ηρόδ.
- γᾰλακτο-φάγος, -ον (φαγεῖν), αυτός που τρέφεται με γάλα, σε Στράβ.
- γᾰλάνα, γαλᾱνός, Δωρ. αντί γαλήνη, γαληνός.