Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βῶλος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βῶλος, , σπανιότερα , 1. κομμάτι γης, σβώλος χώματος, Λατ. gleba, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ., Ξεν. 2. στους ποιητές, όπως το Λατ. gleba, χώμα, έδαφος, γη, σε Μόσχ., Ανθ. 3. γενικά, ένας σβώλος απ' οποιοδήποτε πράγμα, μια μάζα οποιουδήποτε πράγματος· λέγεται για τον ήλιο (χρυσέα βῶλος), σε Ευρ.