
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "βῆμα"
- βῆμα, -ατος, τό (βαίνω), I. πάτημα, βάδισμα, περπάτημα, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ., Ευρ.· Διὸς εὔφρονι βήματι μολεῖν, οδοιπορία κάτω από την ευνοϊκή καθοδήγηση του Δία, σε Σοφ. II. = βάθρον, σκαλοπάτι, κάθισμα, στον ίδ.· ένα υπερυψωμένο σημείο ή βήμα από το οποίο μπορεί κάποιος να μιλήσει στη δημόσια αγορά ή στο λαϊκό δικαστήριο, σε Θουκ., Ρήτ.