LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "βύω"
- βύω, μέλ. βύσω [ῡ], αόρ. αʹ ἔβῡσα — Παθ. αόρ. αʹ ἐβύσθην, παρακ. βέβυσμαι, φουσκώνω, στουπώνω, φράζω. 1. με γεν. πράγμ., υπερχειλίζω, υπερφουσκώνω· μόνο στην Παθ., νήματος βεβυσμένος, βουλωμένος με νήμα, σε Ομήρ. Οδ.· τὸ στόμα ἐβέβυστο (ενν. χρυσοῦ), σε Ηρόδ. 2. με δοτ. πράγμ., στουπώνω με κάτι, ταπώνω — Παθ., σπογγίῳ βεβυσμένος, σε Αριστοφ. 3. απόλ., βεβυσμένος τὰ ὦτα, βαρήκοος, κουφός, σε Λουκ.