Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βύρσα"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
βύρσα, , 1. δέρμα που έχει γδαρθεί, προβιά, σε Βατραχομ., Ηρόδ.· βύρσης ὄζειν, το να μυρίζει κάτι από δέρμα, σε Αριστοφ.· βύρσης κτύπος, χτύπος του ταμπούρλου, του τυμπάνου, σε Ευρ. 2. δέρμα ενός ζωντανού ζώου, σε Θεόκρ. (άγν. προέλ.).
βυρσ-αίετος, , δερμάτινος αετός, προσωνύμιο του Κλέωνα του βυρσοδέψη, σε Αριστοφ.